- υγιεινολογία
- ηη μελέτη των κανόνων της υγιεινής και των κατάλληλων μεθόδων για την εφαρμογή τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υγιεινολογία — η, Ν [υγιεινολόγος] η μελέτη τών μεθόδων και τών κανόνων τής υγιεινής … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
υγιεινολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγιεινολογία ή στον υγιεινολόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιεινολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
υγιεινολόγος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στην υγιεινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υγιεινός + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
υγιεινολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υγιεινολογία ή στον υγιεινολόγο (βλ. λλ.): Υγιεινολογικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)